βιοψία — η (ιατρ.), η ιστολογική εξέταση τμήματος ιστού ζωντανού οργανισμού: Η βιοψία του όγκου έδειξε πως ήταν κακοήθης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωνοειδής βιοψία — Χειρουργική αφαίρεση ενός τμήματος ιστού σχήματος κώνου από τον τράχηλο της μήτρας για ιστολογική εξέταση. Πρόκειται για συχνή διαδικασία ύστερα από ΠΑΠ τεστ, ενδεικτικό προκαρκινικής βλάβης … Dictionary of Greek
νηστιδική βιοψία — Η νήστις είναι το μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου. Επειδή δεν μπορεί να εξεταστεί πλήρως με ενδοσκόπηση, χρησιμοποιείται μια ειδική κάψουλα, όταν απαιτείται η λήψη δείγματος ιστού. Αρχικά, ο εξεταζόμενος καταπίνει την κάψουλα, η οποία είναι… … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
Biopsie — Hirnbiopsie mit Hilfe der Stereotaxie Die Biopsie (griechisch βιοψία, viopsía von griechisch βίος, bíos, „Leben“ und ὄψις, ópsis, „Sehen“) ist ein Fachbegriff aus der Medizin für die Entnahme und Untersuchung von Material (meist Gewebe) aus e … Deutsch Wikipedia
Bioptat — Hirnbiopsie mit Hilfe der Stereotaxie Die Biopsie (griechisch βιοψία, viopsía von altgriechisch βίος, bíos, „Leben“ und ὄψις, ópsis, „Sehen“) ist ein Fachbegriff aus der Medizin für die Entnahme und … Deutsch Wikipedia
Gewebeprobe — Hirnbiopsie mit Hilfe der Stereotaxie Die Biopsie (griechisch βιοψία, viopsía von altgriechisch βίος, bíos, „Leben“ und ὄψις, ópsis, „Sehen“) ist ein Fachbegriff aus der Medizin für die Entnahme und … Deutsch Wikipedia
απόξεση — Χειρουργική επέμβαση. Αποβλέπει στην αποκόλληση κομματιών του ενδομητρίου, που αποτελεί την εσωτερική επιφάνεια της μητρικής κοιλότητας και στην αφαίρεσή τους για να εξεταστούν με μικροσκόπιο (βιοψία). Η επέμβαση πραγματοποιείται ύστερα από… … Dictionary of Greek
βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… … Dictionary of Greek