βιοψία

βιοψία
Η λήψη μικρών κομματιών ιστών από ζωντανούς οργανισμούς για διαγνωστική ιστολογική εξέταση. Η λήψηαυτή γίνεται κατόπιν χειρουργικής τομής του υπό εξέτασηιστού ή με παρακέντηση και αναρρόφηση. Η εκλογή της μεθόδου εξαρτάται από τη φύση και τη θέση του οργάνου που ερευνάται· το δείγμα, αφού υποβληθεί σε κατάλληλη ιστολογική προετοιμασία, εξετάζεται στο μικροσκόπιο. Η επέκταση της β. ως διαγνωστικής μεθόδου σε όλα τα όργανα του ανθρώπινου σώματος προσέφερεπολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα στον γιατρό και στον ασθενή· παράλληλα προκάλεσε την αναθεώρηση πολλών ξεπερασμένων γνώσεων της παθολογικής ανατομικής, που μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες βασιζόταν στα δεδομένα υλικού που προερχόταν από νεκροψίες. Η β. προσφέρει τη δυνατότητα παρακολούθησης μιας παθολογικής εξεργασίας στον ζωντανό οργανισμό κατά την εξέλιξή της, ενώ η νεκροψία μάς δίνει συνήθως πληροφορίες για την τελική της έκβαση. ΒΙΟΨΙΑ ΗΠΑΤΟΣ
* * *
η
μικροσκοπική εξέταση δείγματος ιστού που έχει αφαιρεθεί από ζωντανό οργανισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιοψία — η (ιατρ.), η ιστολογική εξέταση τμήματος ιστού ζωντανού οργανισμού: Η βιοψία του όγκου έδειξε πως ήταν κακοήθης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωνοειδής βιοψία — Χειρουργική αφαίρεση ενός τμήματος ιστού σχήματος κώνου από τον τράχηλο της μήτρας για ιστολογική εξέταση. Πρόκειται για συχνή διαδικασία ύστερα από ΠΑΠ τεστ, ενδεικτικό προκαρκινικής βλάβης …   Dictionary of Greek

  • νηστιδική βιοψία — Η νήστις είναι το μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου. Επειδή δεν μπορεί να εξεταστεί πλήρως με ενδοσκόπηση, χρησιμοποιείται μια ειδική κάψουλα, όταν απαιτείται η λήψη δείγματος ιστού. Αρχικά, ο εξεταζόμενος καταπίνει την κάψουλα, η οποία είναι… …   Dictionary of Greek

  • βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • Biopsie — Hirnbiopsie mit Hilfe der Stereotaxie Die Biopsie (griechisch βιοψία, viopsía von griechisch βίος, bíos, „Leben“ und ὄψις, ópsis, „Sehen“) ist ein Fachbegriff aus der Medizin für die Entnahme und Untersuchung von Material (meist Gewebe) aus e …   Deutsch Wikipedia

  • Bioptat — Hirnbiopsie mit Hilfe der Stereotaxie Die Biopsie (griechisch βιοψία, viopsía von altgriechisch βίος, bíos, „Leben“ und ὄψις, ópsis, „Sehen“) ist ein Fachbegriff aus der Medizin für die Entnahme und …   Deutsch Wikipedia

  • Gewebeprobe — Hirnbiopsie mit Hilfe der Stereotaxie Die Biopsie (griechisch βιοψία, viopsía von altgriechisch βίος, bíos, „Leben“ und ὄψις, ópsis, „Sehen“) ist ein Fachbegriff aus der Medizin für die Entnahme und …   Deutsch Wikipedia

  • απόξεση — Χειρουργική επέμβαση. Αποβλέπει στην αποκόλληση κομματιών του ενδομητρίου, που αποτελεί την εσωτερική επιφάνεια της μητρικής κοιλότητας και στην αφαίρεσή τους για να εξεταστούν με μικροσκόπιο (βιοψία). Η επέμβαση πραγματοποιείται ύστερα από… …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”